ὀπτήσῃ

ὀπτήσῃ
ὀπτήσηι , ὄπτησις
roasting
fem dat sg (epic)
ὀπτάω
roast
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
ὀπτάω
roast
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
ὀπτάω
roast
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • όπτηση — (Α ὄπτησις) [οπτώ] ψήσιμο στη φωτιά, σε αντιδιαστολή προς την έψηση, προς το βράσιμο αρχ. 1. ψήσιμο τού ψωμιού στον κλίβανο 2. καμίνευση πήλινων αγγείων 3. (για χυμούς) υπερθέρμανση …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • νιόβιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Nb. Ανήκει στην πέμπτη ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 41, ατομικό βάρος 92,91, ένα σταθερό ισότοπο (Nb93) και δέκα ακτινεργά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 89 έως 99. Βρίσκεται στη… …   Dictionary of Greek

  • οπτανικός — ὀπτανικός, ή, όν (Α) [οπτανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οπτάνιον* ή στον οπτανέα ή στην όπτηση, ο ψηστικός …   Dictionary of Greek

  • οπτός — (I) ὀπτός, ή, όν (Α) ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. τός (πρβλ. μνη τός)]. (II) ή, ό (Α ὀπτός, ή, όν) αυτός που έχει υποστεί όπτηση, ψητός, ψημένος («σῑτός τε κρέα τ ὀπτά», Ομ. Οδ.) νεοελλ. φρ. «οπτή γη» ψημένος πηλός,… …   Dictionary of Greek

  • ψήσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψήνω («το ψήσιμο τού αρνιού») 2. (γενικά) μαγείρεμα, βράσιμο («το ψήσιμο τού καφέ») 3. (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («ψήσιμο κεραμεικών») 4. μτφ. προσπάθεια για δημιουργία ερωτικού δεσμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… …   Dictionary of Greek

  • βισμούθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Bi. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 83. Το β. απαντάται σε περιορισμένες ποσότητες στη φύση και βρίσκεται είτε στη φυσική του κατάσταση είτε σε μερικά ορυκτά όπως η βισμουθίνη… …   Dictionary of Greek

  • μπούκερο — (bucchero). Τύπος πήλινου αγγείου, χαρακτηριστικός του ετρουσκικού πολιτισμού. Τα αγγεία του τύπου αυτού είναι μαύρα εξωτερικά και εσωτερικά, με στιλπνή επιφάνεια, που δίνει σχεδόν εντύπωση μετάλλου. Ο όρος προέρχεται από το ισπανικό bucara,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”